υπόμνημα

υπόμνημα
το / ὑπόμνημα, ΝΜΑ [ὑπομιμνήσκω]
1. γραπτό σημείωμα με το οποίο γίνεται υπενθύμιση για κάτι
2. κάθε μέσο με το οποίο υπενθυμίζει κανείς κάτι σε κάποιον
3. γραπτή αίτηση ή αναφορά απευθυνόμενη σε μια αρχή με σκοπό την γνωστοποίηση ή υπενθύμιση καταστάσεων ή γεγονότων για την αντιμετώπιση ή και επίλυση τους·4. συν. στον πληθ. τα υπομνήματα
ερμηνευτικές διασαφητικές σημειώσεις σε κείμενα συγγραφέων, σχόλια («υπομνήματα στον Αριστοτέλη»)
νεοελλ.
1. (νομ.) υλικό αντικείμενο το οποίο υποστασιοποιεί, ενσωματώνει και φέρει σταθερά κατά τον προσφορότερο τεχνικώς τρόπο, εκδηλώσεις τού ανθρώπινου πνεύματος κατάλληλες δικονομικώς να αποδείξουν ή να στηρίξουν ορισμένο ισχυρισμό
2. διεθν. δίκ. έγγραφα χρησιμοποιούμενα στις επίσημες διακρατικές σχέσεις τα οποία εμπεριέχουν τα επιχειρήματα, τις απόψεις, τις προτάσεις ή και τις διεκδικήσεις τού ενδιαφερόμενου κράτους ή ενός διεθνούς οργανισμού («η Ελλάδα κατέθεσε στο Συμβούλιο Ασφαλείας τα σχετικά υπομνήματα)
3. υποσημείωση με ερμηνευτικά ή επεξηγηματικά στοιχεία («υπόμνημα χάρτη»)
αρχ.
ανάμνηση, θύμηση, ενθύμιο («τῆς ἀρετῆς ὑπόμνημα καταλιπεῑν», Δημοσθ.)
2. προσχέδιο ή αντίγραφο επιστολής
3. αναφορά, μνεία που γίνεται σε επιστολή ή κατά τη διάρκεια ομιλίας
4. έγγραφη σημείωση εμπόρου ή τραπεζίτη η οποία καταχωρίζεται στα σχετικά βιβλία
5. μνήμα
6. επίσημη δήλωση γέννησης ή μετοίκησης
7. στον πληθ. α) πρακτικά, πεπραγμένα ενός σωματείου ή μιας αρχής («τὰ τῆς Βουλῆς ὑπομνήματα διὰ χειρὸς ἔχων», Δίων Κάσσ.)
β) σημειώσεις ή πραγματείες ρητόρων, φιλοσόφων, ιστορικών, γεωγράφων ή καλλιτεχνών και τα κεφάλαια που συγκροτούν τις πραγματείες αυτές
γ) έγγραφες εξιστορήσεις γεγονότων που προορίζονται για τις μεταγενέστερες γενεές, απομνημονεύματα
8. φρ. «ὁ ἐπὶ τῶν ὑπομνημάτων» — πρακτικογράφος (Ιώσ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὑπόμνημα — reminder neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπόμνημα — το, ατος 1. έγγραφο με το οποίο υπενθυμίζεται κάτι, υπομνηστικό σημείωμα. 2. γραπτή έκθεση για καταστάσεις ή γεγονότα, που υποβάλλεται σε κάποια αρχή για να ενεργήσει αυτή όπως πρέπει: Δώσαμε στο νομάρχη το υπόμνημα για τη διάνοιξη του δρόμου. 3 …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπόμνημ' — ὑπόμνημα , ὑπόμνημα reminder neut nom/voc/acc sg ὑπόμνημαι , ὑπομνάομαι court clandestinely pres ind mp 1st sg ὑ̱πόμνημαι , ὑπομνάομαι court clandestinely perf ind mp 1st sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπομνημάτων — ὑπόμνημα reminder neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπομνήμασι — ὑπόμνημα reminder neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπομνήμασιν — ὑπόμνημα reminder neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπομνήματα — ὑπόμνημα reminder neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπομνήματι — ὑπόμνημα reminder neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπομνήματος — ὑπόμνημα reminder neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπομνηματικός — ή, ό / ὑπομνηματικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑπόμνημα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ὑπόμνημα ή αυτός που χρησιμεύει για υπόμνημα 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ερμηνευτικές σημειώσεις, σε σχόλια κειμένων αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”